- ηδύβιος
- -ο (Α ἡδύβιος, -ον)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιοςγένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβίααρχ.1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβιαονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων3. αυτός που ζει ευχάριστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ-* + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφί-βιος, υδρό-βιος].
Dictionary of Greek. 2013.